- λεξούλα
- ημικρή λέξη.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λέξη — η (AM λέξις) 1. το μικρότερο στοιχείο τού προφορικού ή γραπτού λόγου με το οποίο εκφράζεται μια έννοια ή μια σχέση και το οποίο είναι φθόγγος ή αυτοτελές σύνολο φθόγγων (α. «άκλιτη λέξη» β. «μονοσύλλαβη λέξη» γ. «ἡ γὰρ λέξις αὕτη τοῡτο σημαίνει… … Dictionary of Greek
λογάκι — το (Μ λογάκι) μικρός λόγος, κουβεντούλα, λεξούλα νεοελλ. στον πληθ. τα λογάκια λίγες, βασικές λέξεις («το παιδάκι είπε τα πρώτα του λογάκια») … Dictionary of Greek